σουσάμι

σουσάμι
(σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και υγρασία: δεν φυτρώνει κάτω από τους 12°C και αναπτύσσεται καλά μόνο γύρω στους 16-18°C. Έχει βλαστό γωνιώδη, πολύκλαδο, φύλλα ωοειδή - προμήκη, χνοώδη και άνθη μασχαλιαία, λευκορόδινα ή κίτρινα, με στεφάνη σωληνοειδή πεντάλοβη. Ο καρπός είναι κάψα τετράχωρη, που ανοίγει με δύο βαλβίδες, στις οποίες περιέχονται τα ελαιοφόρα σπέρματα, πολύ μικρά αλλά αρκετά πολυάριθμα, από τα οποία εξάγεται έλαιο, το γνωστό σουσαμέλαιο, το οποίο περιέχουν σε αναλογία 40-50%. Τα σπέρματα του σ. έχουν ευχάριστη γεύση, παρόμοια σχεδόν με των φουντουκιών και χρησιμοποιούνται επίσης στη ζαχαροπλαστική και στην αρτοποιία. Κυρίως όμως χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του ελαίου: το προερχόμενο από την πρώτη εξαγωγή είναι διαυγές και με ευχάριστη γεύση, ενώ αντίθετα της δεύτερης και τρίτης, που πετυχαίνονται με πίεση και θερμοκρασία πιο υψηλή από την κανονική, είναι πιο σκούρο και συνήθως με γεύση δριμεία. Δεν χρησιμοποιούνται για διατροφή, αλλά στη σαπωνοποιία και ως καύσιμη ύλη. Το σ. ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες από την ομηρική εποχή. Σήμερα καλλιεργείται σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της χώρας και κυρίως στη Θράκη. Μεγάλη χρήση των σπερμάτων γίνεται στην αρτοποιία και στη κουλουροποιία. Με φρυγμένα σπέρματα και μέλι παρασκευάζεται το γνωστό παστέλι. Από σπέρματα σ. παρασκευάζεται επίσης το ταχίνι (σουσαμοπολτός) που καταναλώνεται ή μετατρέπεται σε χαλβά. Ο πλακούντας που μένει μετά την έκθλιψη του ελαίου από τα σπέρματα, αποτελεί τη λεγόμενη σουσαμόπιτα που είναι εξαιρετική κτηνοτροφή. Σουσάμι (σήσαμο το ινδικό). Συλλογή στη Σομαλία. Σπέρματα του φυτού σουσάμι.
* * *
το / σησάμιον, ΝΜΑ, και σησάμι Ν, και σησάμιν Μ
ο καρπός, τα σπέρματα τού φυτού σήσαμο, που χρησιμοποιούνται ως τροφή τού ανθρώπου, ως αρωματικό και για την παραγωγή τού σησαμελαίου
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών σήσαμο, που ανήκει στην οικογένεια σηδαλιίδες τής τάξης σηροφουλαριώδη και κυρίως τού είδους Sesamum indicum, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τα εδώδιμα ελαιούχα σπέρματά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σησάμιον < σήσαμον + επίθημα -ι(ο)ν, ενώ ο νεοελλ. τ. σουσάμι < σησάμιον με τροπή τού -η- σε -ου- (πρβλ. ζηλεύω: ζουλεύω, σηπία: σουπιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουσάμι — το σπόρος της σουσαμιάς: Έφτιασε κουλούρια με σουσάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… …   Dictionary of Greek

  • σησαμίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. α) (για την γη) αυτή που είναι σπαρμένη με σουσάμι β) (για έδεσμα) αυτή που είναι παρασκευασμένη με σουσάμι 2. το φυτό σησαμίς*, η ρεζεντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. θαμν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • σησαμόεις — εσσα, εν, και σησαμοῡς, οῡν, Α 1. (για εδέσματα) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σησαμοῡς γλύκισμα με σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • σουσαμάτος — η, ο / σησαμάτος, η, ον, ΝΜΑ πασπαλισμένος με σουσάμι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σουσαμάτο γλύκισμα από σουσάμι και μέλι ή ζάχαρη, αλλ. παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. άτος (πρβλ. καρυδ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • ορίνδης — ὀρίνδης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από όρυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ άλλους, η λ. δηλώνει έναν …   Dictionary of Greek

  • σησάμινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.) 2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. ινος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σησαμίτης — ὁ, Α (ενν. ἄρτος ή πλακοῡς) παρασκευασμένος με την προσθήκη σπόρων από σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σησαμαίος — αία, ον, Α (για διάφορα γλυκίσματα) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπορ αῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”